Η έλευση των προσφύγων
(1918-1920)
Πέρα από τα στρατόπεδα, που κάλυπταν μεγάλη έκταση, η περιοχή της σημερινής Καλαμαριάς παρέμεινε ουσιαστικά ακατοίκητη μέχρι το τέλος του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Η κατάσταση άρχισε να αλλάζει δραματικά το 1918 με την εμφάνιση Ελλήνων προσφύγων από τη νότια Ρωσία. Το Καρς (η λέξη «καρ» στην τουρκική γλώσσα σημαίνει χιόνι) είναι περιοχή στα ρωσοτουρκικά σύνορα και είχε αποτελέσει μήλο της έριδας ανάμεσα στις δύο αυτοκρατορίες για πολλά χρόνια. Η περιοχή καταλήφθηκε από τις ρωσικές στρατιές στη διάρκεια του τελευταίου ρωσοτουρκικού πολέμου το 1878.
Η οθωμανική ήττα ανάγκασε πολλούς μουσουλμάνους να εγκαταλείψουν τις εστίες τους. Ο τσάρος αποφάσισε να αναπληρώσει το πληθυσμιακό κενό με την εγκατάσταση Ελλήνων. Οι προτροπές της ρωσικής κυβέρνησης οδήγησαν τελικά στη δημιουργία 75 αμιγώς ελληνικών οικισμών, οι οποίοι διατηρήθηκαν για σαράντα χρόνια. Η μετανάστευση των χριστιανών κατοίκων του Πόντου προς το Καρς υπήρξε μαζική και ενίσχυσε την αρχικώς μικρή ελληνική κοινότητα. Στις αρχές του 1900 ο ελληνικός πληθυσμός στο κυβερνείο του Καρς ανήλθε στα 60.000 άτομα. Οι ελληνικές κοινότητες ήταν από τις πλέον οργανωμένες και διέθεταν εκκλησίες, δημοτικά σχολεία, αστικές σχολές, παρθεναγωγεία και άλλα ιδρύματα.
Η υπογραφή της συνθήκης του Μπρεστ-Λιτόφσκ στις 3 Μαρτίου του 1918 υποχρέωσε τη Ρωσία να παραδώσει την Υπερκαυκασία στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η εκκένωση του Καρς και Αρνταχάν το 1919 ανάγκασε χιλιάδες Έλληνες να εγκαταλείψουν τις εστίες τους και να καταφύγουν στην Ελλάδα. Οι προσφυγικές ροές αυξήθηκαν δραματικά μετά τις ελληνικές εκλογές του Νοεμβρίου του 1920 και την άνοδο της φιλοβασιλικής παράταξης στην εξουσία. Πάνω από τριάντα χιλιάδες Έλληνες εγκατέλειψαν το Καρς από το λιμάνι του Βατούμ ανάμεσα στα τέλη Μαρτίου 1920 και τον Νοέμβριο του 1921. Ο Σίμος Λιανίδης, που έφτασε στην Καλαμαριά από το Βατούμ εκείνη την περίοδο, περιγράφει την εγκατάσταση των προσφύγων με δραματικό τρόπο: «…Από τον δρόμο, την οδό Κομνηνών προς την παραλία κάτω, είχαν εγκαταστήσει σκηνές. Γύρω γύρω αυτή η έκταση των θαλάμων και των σκηνών ήταν περιφραγμένη με ισχυρό συρματόπλεγμα και υπήρχαν εξόδοι στις οποίες υπήρχαν φυλάκια του στρατού να φυλάξουν, ούτως ώστε οι πρόσφυγες να μην μπουν στη Θεσσαλονίκη, διότι εδώ παρετηρήθει τύφος και ήταν κίνδυνος να μολυνθεί και η υπόλοιπη Θεσσαλονίκη».
(1922-1923)
Η Μικρασιατική Καταστροφή (1922) και η ανταλλαγή των πληθυσμών μετά τη συνθήκη της Λωζάνης (1923) υπήρξε το έναυσμα για την πλέον εκτεταμένη εγκατάσταση προσφύγων στην Καλαμαριά και διαμόρφωσε τον σύγχρονο χαρακτήρα της κοινότητας.
Η μικρασιατική τραγωδία θεωρείται (δικαιολογημένα) ως η μεγαλύτερη καταστροφή που αντιμετώπισε ο ελληνισμός μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453. Η Ελλάδα, χώρα φτωχή και εξουθενωμένη μετά από μία δεκαετία πολεμικών συγκρούσεων και πολιτικής αναταραχής, υποδέχτηκε σε μικρό χρονικό διάστημα πάνω από ένα εκατομμύριο πρόσφυγες. Από αυτούς, περίπου 100.000-120.000 ψυχές εγκαταστάθηκαν στη Θεσσαλονίκη, με την πλειοψηφία να καταλήγει στην Καλαμαριά, η οποία μετατράπηκε στον πολυπληθέστερο προσφυγικός οικισμό. Είναι χαρακτηριστικό πως αν η Θεσσαλονίκη ήταν «προσφυγομάνα», όπως την χαρακτήρισε ο Γ. Ιωάννου, η Καλαμαριά ήταν η ακριβή και πολυβάσταχτη θυγατέρα της. Ένας τόπος συνώνυμος της προσφυγιάς, ιδίως της ποντιακής.
Οι πρόσφυγες που εγκαταστάθηκαν στην Καλαμαριά προέρχονταν σχεδόν από όλα τα μέρη του Πόντου, την Κωνσταντινούπολη, τη Νικομήδεια, τη Σμύρνη, την Ανατολική Θράκη και την Καππαδοκία. Καθώς δεν υπήρχε πραγματικός οικισμός ή κατάλληλες υποδομές, οι άνθρωποι υποχρεώθηκαν να εγκατασταθούν σε στρατιωτικούς θαλάμους. Οι οικογένειες χρησιμοποίησαν κουβέρτες, χαλιά, τσουβάλια και εφημερίδες για να εξασφαλίσουν λίγα τετραγωνικά μέτρα ιδιωτικού χώρου. Το 1924 τα 150 στρατιωτικά παραπήγματα, που είχαν ανεγείρει οι Αγγλογάλλοι στη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου (1916-1918), φιλοξενούσαν δώδεκα χιλιάδες ανθρώπους. Παρόλα αυτά οι χώροι δεν επαρκούσαν και πολλοί πρόσφυγες υποχρεώθηκαν να παραμείνουν σε σκηνές ή βάρκες.
Χαρακτηριστική των συνθηκών που επικρατούσαν την εποχή εκείνη στους καταυλισμούς των προσφύγων είναι η μαρτυρία της Δέσποινας Ζαμπέτογλου από το Κουρί της Μικράς Ασίας:
«Όταν ήρθαμε εδώ και πήγαμε στην Τούμπα ήταν κάτι θαλάμοι, στρατιωτικοί, εγγλέζικοι, από το 1912 δεν ξέρω από πότε, και ήταν πάρα πολύ χαμηλοί. Ο πατέρας μου ήτανε πανύψηλος. 1,90 ήτανε. Και έσκυβε έτσι για να μπει κλεφτά μέσα στους θαλάμους. «Τέτοιο σπίτι είχαμε και από τέτοιο σπίτι, κισλάρ, να μπαίνουμε μέσα σ’ αυτό; Δεν θα το αντέξω Κυριακή. Και…ύστερα, να πάει ν’ αγοράσει το σπίτι. Πήρε και εμένα και το είδαμε, εκεί στην Καμάρα. Μ’ άρεζε, είχε και ένα μαγαζί από κάτω. «Να το κάνουμε μπακάλικο» λέει «και από πάνω θα καθίσουμε». Και πήγε να το αγοράσει και έπαθε συμφόρηση στον δρόμο και μας τον ’φέραν πεθαμένο. Ούτε λεφτά ούτε τίποτα. Μόνο κάτι λεφτά, πολύ λίγα είχε και μισό τσουβάλι κάρβουνα.»
Ο Δήμος Θεσσαλονίκης ίδρυσε μαιευτήριο, σταθμό Πρώτων Βοηθειών, δημοτικό ιατρείο και φαρμακείο και κρατικό νοσοκομείου με 350 κλίνες. Παρόλα αυτά, οι πρόσφυγες έπρεπε να αντιμετωπίσουν την πείνα, τις στερήσεις, την ανεργία και τις αρρώστιες -κυρίως την ελονοσία- που θέριζαν. Η δυσκολία προσαρμογής στην καινούργια πατρίδα ήταν πολύ μεγάλη αλλά το πείσμα, η δύναμη και το πάθος για ένα νέο ξεκίνημα αποδείχτηκαν πολύ μεγαλύτερα.
