Η Καλαμαριά στη μεταπολεμική εποχή
Ύδρευση
Για πολλές δεκαετίες μετά την έλευση των προσφύγων, το ελληνικό κράτος δεν διέθετε την οικονομική δυνατότητα να προσφέρει στις νέες κοινότητες ολοκληρωμένα δίκτυα υποδομών (ύδρευσης, αποχέτευσης, ηλεκτροφωτισμού και ασφαλτόστρωσης). Οι πρώτες ουσιαστικές προσπάθειες για έργα που θα βελτίωναν την καθημερινότητα των προσφύγων πραγματοποιήθηκαν μόλις τη δεκαετία του 1950. Η εξαίρεση ήταν το δίκτυο ύδρευσης, που είχε απασχολήσει τις Αρχές από το 1912, λόγω των αυξανόμενων αναγκών της περιοχής των Εξοχών που οδήγησαν στην κατασκευή της δεξαμενής Ευαγγελίστριας από τη Βελγική εταιρία Companie des Eaux de Thessalonique.
Οι περιορισμοί του δικτύου φάνηκαν με την έλευση των προσφύγων στην Καλαμαριά το 1922. Οι αυξημένες ανάγκες για νερό οδήγησαν στην εφαρμογή συστήματος υδροδότησης εκ περιτροπής (η παροχή νερού διαρκούσε λίγες ώρες) με δημόσιες κοινόχρηστες βρύσες. Τη δεκαετία του 1930 το νερό εξακολουθούσε να είναι δυσεύρετο και σπάνιο. Κοντά στο Ορφανοτροφείο «Αριστοτέλης» κατασκευάστηκε η λεγόμενη «Χαβούζα», όπου αποθηκευόταν νερό για τις ανάγκες του παρακείμενου συνοικισμού. Το καλοκαίρι η παροχή του νερού κοβόταν συχνά για μία ή για πολλές ημέρες χωρίς καμία προειδοποίηση.
Το νερό στις κρήνες προερχόταν από τον Χορτιάτη. Υπήρχαν αρκετές κρήνες διάσπαρτες στους συνοικισμούς και υπηρετούσαν πολλαπλές ανάγκες των κατοίκων. Η βασική τους λειτουργία ήταν η προμήθεια νερού σε εποχή κατά την οποία κανένα σπίτι δεν είχε ιδιωτική παροχή νερού. Οι κοινόχρηστες βρύσες, σε απόσταση διακοσίων ή τριακοσίων μέτρων, πρόσφεραν το πολύτιμο αγαθό ενώ παράλληλα λειτουργούσαν ως σημεία συνάντησης για τους πρόσφυγες, που μπορούσαν να ανταλλάξουν μερικές κουβέντες και να μάθουν τα νεότερα κουτσομπολιά. Αρκεί βέβαια να μην έβρεχε, διότι τότε, από τις πολλές λάσπες, οι κρήνες γίνονταν απροσπέλαστες. Ανάμεσα στις πιο σημαντικές τουλούμπες (βρύσες) ήταν εκείνη κοντά στο εργοστάσιο παστών ψαριών στο Καραμπουρνάκι, η κρήνη στη γωνία των οδών Χηλής και Πουλαντζάκη στο κέντρο της Καλαμαριάς και η δημόσια βρύση στην οδό Καλλίδου.
Το 1939 κατασκευάστηκε αντλιοστάσιο στο Κατιρλί για την τροφοδότηση του κέντρου της Καλαμαριάς και των γύρω συνοικισμών με νερό από πηγές στον Χορτιάτη και το υδραγωγείο του συνοικισμού Χαριλάου. Νωρίτερα είχε κατασκευαστεί αντλιοστάσιο στη Νέα Κρήνη για την υδροδότηση των συνοικισμών Αρετσούς και Νέας Κρήνης. Την ίδια εποχή πραγματοποιούνταν γεωτρήσεις στην Αρετσού, στην Μίκρα και στον συνοικισμό Κτηνοτροφικών δίπλα στο ίδρυμα Αριστοτέλη.
Προς το τέλος της δεκαετίας του 1950 άρχισε η σταδιακή κατάργηση του συστήματος υδροδότησης εκ περιτροπής και η χρήση κοινόχρηστων βρυσών με τη σύνδεση των νοικοκυριών με εσωτερική υδραυλική εγκατάσταση. Η μετάβαση από το παλαιό στο νέο σύστημα υδροδότησης γινόταν με αργούς ρυθμούς γιατί κάθε οικογένεια πλήρωνε ξεχωριστά ό,τι της αναλογούσε για την ιδιωτική παροχή του νερού. Το 1969 ο νεοσύστατος Οργανισμός Ύδρευσης Θεσσαλονίκης κατασκεύασε τη δεξαμενή μεγάλης χωρητικότητας στα Κοιμητήρια με αποτέλεσμα η Καλαμαριά να υδροδοτείται από το Καλοχώρι μέσω του αντλιοστασίου της οδού Κασσάνδρου.
Αποχέτευση
Τα πρώτα χρόνια η Καλαμαριά δεν διέθετε ολοκληρωμένο σύστημα αποχέτευσης. Οι κάτοικοι ήταν υποχρεωμένοι να χρησιμοποιούν βόθρους και κοινόχρηστα αποχωρητήρια, που είχαν τοποθετηθεί από τις εταιρείες που έχτισαν τους οικισμούς (ένας στεγανός βόθρος ανά οικοδομικό τετράγωνο). Η εκκένωση των βόθρων γινόταν με αυτοκίνητο του δήμου και τα λύματα απορρίπτονταν σε ρέματα κοντά στο Νέο Ρύσιο. Επειδή πολλά σπίτια και παράγκες διέθεταν ατομικούς βόθρους, υπήρχαν και εργάτες που άνοιγαν νέους λάκκους στην αυλή και μετέφεραν με ντενεκέ σε αυτόν τις ακαθαρσίες από τον πλήρη βόθρο.
Τη δεκαετία του 1960 υπήρχε παντορροϊκό δίκτυο στους συνοικισμούς Καλαμαριάς, Αρετσούς, Νέας Κρήνης και Φοίνικα. Το δίκτυο χρησιμοποιούσε συλλεκτήριους αγωγούς για να κατευθύνει τα λύματα στη θάλασσα. Όπου έλειπαν οι υπόνομοι, οι κάτοικοι συγκέντρωναν τα λύματα σε ιδιωτικούς απορροφητικούς βόθρους, ενώ τα όμβρια ύδατα έρρεαν προς τη θάλασσα από τους δρόμους. Την ίδια δεκαετία λειτούργησαν δύο μικροί βιολογικοί καθαρισμοί στον Φοίνικα και τη Νέα Κρήνη ώστε να εξυπηρετηθούν οι νεόδμητες εργατικές πολυκατοικίες.
Το 1976 άρχισε η κατασκευή κεντρικών αγωγών αποχέτευσης που οδηγούσαν τα λύματα στη θάλασσα χωρίς κατεργασία. Επειδή η Καλαμαριά ήταν σχετικά αραιοκατοικημένη και οι κατοικίες ήταν κατεξοχήν μονώροφες, η ποσότητα των λυμάτων δεν ήταν μεγάλη. Καθώς ο πληθυσμός αυξανόταν, επιδεινώθηκε το πρόβλημα της διαχείρισης των λυμάτων αλλά η παρουσία των εγκαταστάσεων βιολογικού καθαρισμού στον Φοίνικα και τη Νέα Κρήνη είχε ήδη ανοίξει τον δρόμο για μία σύγχρονη υπηρεσία διαχείρισης αποβλήτων που βασίζεται στη συλλογή, επεξεργασία και αξιοποίηση των τελικών προϊόντων χωρίς να επιβαρύνεται το περιβάλλον.
Εξηλεκτρισμός
Το εργοστάσιο της «Ηλεκτρικής Εταιρείας Περιχώρων Θεσσαλονίκης Πολλάτου και Σία» ξεκίνησε να λειτουργεί στην Καλαμαριά το 1932 Η έδρα του ήταν στην διασταύρωση των οδών Πόντου και Αιγαίου. Η αυξημένη τιμή του παρεχόμενου ρεύματος αφαιρούσε από τους κατοίκους τη δυνατότητα να γίνουν συνδρομητές και περιόριζε τον ηλεκτροφωτισμό σε ελάχιστους δρόμους που φωτίζονταν για λίγες ώρες. Οι δυσβάστακτοι όροι της σύμβασης με την εταιρεία αποτέλεσαν ένα επιπλέον αντικείμενο διεκδικήσεων: «Ας έλθουν οι κύριοι των ηλεκτροφώτιστων μεγάρων, που παρουσιάζονται ως προστάται μας, να καθίσουν εις τα σκοτεινά σπιτάκια μας… Δεν πρέπει να ξεχνούν οι κύριοι μεγαρούχοι ότι ζώμεν με αρχέγονα διά την εποχήν μας μέσα και αν ούτοι πληρώνουν 4,85 το κιλοβάτ, εμείς το πληρώνομεν με το πετρέλαιον 15 – 20 δραχμάς.» Η τιμή παρέμεινε υψηλή για αρκετά ακόμη χρόνια και ο φωτισμός των δρόμων γινόταν κυρίως με φανούς πετρελαίου και γκαζιού.
Τον Ιούνιο του 1944 μεταφέρθηκαν στην παραλία της Θεσσαλονίκης οι βυθοκόροι «Αξιός» και «Στρυμών» για να ηλεκτροδοτηθεί η Θεσσαλονίκη. Τα μηχανήματα παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας του εργοστασίου ΚΕΤΗΘ (Κρατική Εκμετάλλευση Τροχιοδρόμων και Ηλεκτροφωτισμού Θεσσαλονίκης) είχαν παλιώσει και αδυνατούσαν να ανταποκριθούν στις ανάγκες της πόλης. Τα πληρώματα των πλοίων εντάχθηκαν ως έκτακτοι στην εταιρεία ηλεκτροπαραγωγής. Παράλληλα η βυθοκόρος «Αχινός» αγκυροβόλησε μόνιμα μπροστά στον αλευρόμυλο Αλλατίνη για την ηλεκτροδότηση της Καλαμαριάς.
Από το 1946 έως το 1957 η παροχή ρεύματος συνεχίστηκε από την «Εταιρεία Ηλεκτροφωτισμού Περιχώρων Θεσσαλονίκης Πετυχάκη και Σία», η οποία τελικά εξαγοράστηκε από τη ΔΕΗ, που είχε ιδρυθεί τον Αύγουστο του 1950 «χάριν του δημοσίου συμφέροντος».
Συγκοινωνία
Η συγκοινωνία της Καλαμαριάς με τη Θεσσαλονίκη αποτελούσε φλέγον και χρόνιο πρόβλημα. Σύμφωνα με μαρτυρία παλαιού κατοίκου «με χιόνια, με βροχή, ξεκινούσαν οι Καλαμαριώται από δω και πηγαίνανε με τα πόδια μέχρι το Ντεπώ, με παγωμένα χεράκια, πεινασμένοι άνθρωποι, δυστυχισμένοι, κακοντυμένοι και από το Ντεπώ μπαίνανε στο τραμ, αν είχαν ένα πενηντάλεπτο να δώσουν το εισιτήριο ή αλλιώς πηγαίνανε με τα πόδια μέχρι κάτω την Εγνατία». Όσοι ζούσαν κοντά στην παραλία, πάντως, μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν τα βαποράκια, που συνέδεαν τις αποβάθρες στο Κουρί και τη Νέα Κρήνη με τη Θεσσαλονίκη από το 1932 μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1960.
Τα βασικά αιτήματα των κατοίκων ήταν η επέκταση του τραμ μέχρι την Καλαμαριά και η μείωση της τιμής του εισιτηρίου αλλά οι σχετικές προτάσεις και μελέτες έμειναν στο συρτάρι. Ακόμα και η μετακίνηση εντός των ορίων της Καλαμαριάς μπορούσε να εξελιχθεί σε μικρή οδύσσεια. Με την παραμικρή νεροποντή τα παπούτσια χάνονταν στις λάσπες που έφταναν στο γόνατο. Αυτές οι συνθήκες έδωσαν στην Καλαμαριά και τους κατοίκους της το προσωνύμιο «τσαμούρια» (οι λάσπες στα ποντιακά). Η συστηματική ασφαλτόστρωση των οδών ξεκίνησε στις αρχές της δεκαετίας του 1960.
Στην περίοδο του Μεσοπολέμου η μετάβαση στη Θεσσαλονίκη απαιτούσε τη χρήση διαφόρων μέσων. Οι Καλαμαριώτες μπορούσαν να πάρουν λεωφορεία μέχρι το Ντεπώ και στη συνέχεια να επιβιβαστούν στο τραμ για να ολοκληρώσουν τη διαδρομή τους. Μετά την αποχώρηση των Γερμανών, άρχισαν σταδιακά να ιδρύονται απευθείας λεωφορειακές γραμμές που συνέδεαν την Καλαμαριά με τη Θεσσαλονίκη. Το 1950 υπήρχαν τέσσερις λεωφορειακές γραμμές από την οδό Τσιμισκή προς τους συνοικισμούς Βότση, Καραμπουρνάκι, Αρετσού, Νέα Κρήνη και το κέντρο της Καλαμαριάς. Τη δεκαετία του 1960 τα λεωφορεία, με αφετηρία την οδό Βενιζέλου, κατευθύνονταν στο Καραμπουρνάκι, τη Νέα Κρήνη, τον Φοίνικα, τον Άγιο Παντελεήμονα, το Βότση και το κέντρο της Καλαμαριάς.
Η παρουσία των λεωφορείων δεν συνοδευόταν από καλές συνθήκες χρήσης. Οι Καλαμαριώτες έπρεπε να αντιμετωπίσουν τον συνωστισμό και τους διαπληκτισμούς μεταξύ των επιβατών στις στάσεις και εντός των οχημάτων, την έλλειψη τακτικών δρομολογίων και την απουσία ασφάλειας ή ανέσεων. Πιο τυχεροί ήταν οι Θεσσαλονικείς που επιθυμούσαν να μεταβούν στις παραλίες της Καλαμαριάς, καθώς μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν τα ατμοκίνητα καραβάκια από τις αποβάθρες του Λευκού Πύργου. Τα καραβάκια ξεκίνησαν την τακτική συγκοινωνία το 1951 και σταμάτησαν τα δρομολόγια έπειτα από δύο δεκαετίες.
