Η βυζαντινή Καλαμαριά
Ο Κελλάριος όρμος εκτείνεται από τις εγκαταστάσεις των Μύλων Αλλατίνη μέχρι το Παλατάκι (Κυβερνείο). Εδώ βρισκόταν το περίφημο «Κελλάριον», ο βυζαντινός λιμένας που συνδέεται με ορισμένες από τις σημαντικότερες στιγμές της ιστορίας της Θεσσαλονίκης. Το μεσαιωνικό λιμάνι εντυπωσίαζε με την τεχνητή αρτιότητά του, η οποία αποδεικνύεται από το τεχνητό υποθαλάσσιο φράγμα που σώζεται ακέραιο ως τις μέρες μας και εκτείνεται σε μήκος δύο χιλιομέτρων ώστε να εξασφαλίζει την προστασία των βυζαντινών ιστιοφόρων και κωπήλατων σκαφών που ελλιμενίζονταν εδώ. Η ύπαρξη του λιμένα αποτελεί ένα από τα καλύτερα κρυμμένα «μυστικά» της Καλαμαριάς, ένα μνημείο μοναδικής ιστορικής σημασίας που χρήζει προστασίας και ανάδειξης. Στις 17 Μαΐου 1989, το Υπουργείο Πολιτισμού κήρυξη τον ορμίσκο αρχαιολογικό χώρο ώστε να διαφυλαχτεί η ιστορική και αρχαιολογική του μορφή (ΦΕΚ 384/25.5.89).
Η άλωση της Θεσσαλονίκης (904)
Ο Κελλάριος όρμος συνδέεται με ένα από τα πιο δραματικά επεισόδια της ιστορίας της βυζαντινής Θεσσαλονίκης, την άλωση της πόλης από τους Σαρακηνούς το 904. Στις αρχές του καλοκαιριού εκείνης της χρονιάς οι Θεσσαλονικείς έμαθαν έκπληκτοι πως ένας αραβικός στόλος κατευθυνόταν εναντίον τους. Από τον ένατο αιώνα, οπότε εκδιώχθηκαν από την Ισπανία, οι Σαρακηνοί πειρατές είχαν αναδειχθεί σε φόβητρο των χριστιανών και μία υπολογίσιμη δύναμη εχθρική προς τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία (ιδίως μετά την κατάληψη της Κρήτης τη δεκαετία του 820).
Το καλοκαίρι του 904, ένας μεγάλος αραβικός στόλος από 54 πλοία έπλεε προς την Κωνσταντινούπολη. Επικεφαλής της ναυτικής δύναμης ήταν ο Έλληνας αποστάτης Λέων ο Τριπολίτης (γνωστός στα αραβικά ως Ρασίκ αλ-Ουαρνταμί), ο οποίος διοικούσε ένα πολυάριθμο και παράταιρο σώμα από Άραβες, Σύριους, Αιγυπτίους και Αιθίοπες πειρατές. Για κάποιον λόγο, η εκστρατευτική δύναμη άλλαξε προορισμό την τελευταία στιγμή και κατευθύνθηκε δυτικά, προς τη Θεσσαλονίκη.
Η πόλη ήταν απροετοίμαστη. Οι κάτοικοι ήταν απειροπόλεμοι και οι αρχές είχαν παραμελήσει τα τείχη για πολλά χρόνια. Το ύψος τους δεν ενέπνεε καμία σιγουριά στους αμυνομένους για την ικανότητά τους να αντιμετωπίσουν μια αποφασιστική επίθεση. Η αναγγελία της επερχόμενης πειρατικής επιδρομής από τον απεσταλμένο του βυζαντινού αυτοκράτορα, λίγες μόλις μέρες πριν την αναμενόμενη εμφάνιση των Αράβων, καθιστούσε οποιαδήποτε προσπάθεια ουσιαστικής ενίσχυσης των οχυρώσεων αδύνατη. Η μόνη λύση που σκαρφίστηκαν οι αμυνόμενοι ήταν να καταποντίσουν μάρμαρα από το αρχαίο νεκροταφείο της πόλης στη θάλασσα μπροστά στα τείχη με την ελπίδα να καταστήσουν δύσκολη ή αδύνατη την προσέγγιση των αραβικών πλοίων κοντά στα τείχη αλλά σύντομα το σχέδιο εγκαταλείφθηκε προκειμένου να επικεντρωθούν στην ανέγερση ξύλινων πύργων στα πιο ευάλωτα τμήματα του τείχους.
Οι Άραβες εμφανίστηκαν στα τέλη Ιουλίου. Η αδυναμία των δύο διοικητών της Θεσσαλονίκης να υιοθετήσουν συγκεκριμένο σχέδιο άμυνας και η ανικανότητα του βυζαντινού στόλου να συνδράμει την πόλη έθεσαν τις βάσεις για την επικείμενη καταστροφή. Αρχικά οι Θεσσαλονικείς κατόρθωσαν να αποκρούσουν τις αραβικές επιθέσεις τόσο από την πλευρά της θάλασσας όσο και από τη στεριά, παρά τις προσπάθειες των πειρατών να πυρπολήσουν τις πύλες του τείχους. Μετά την αποτυχία της πρώτης επίθεσης, ο αραβικός στόλος αγκυροβόλησε στο Κελλάριον και οι δέκα χιλιάδες επιτιθέμενοι έστησαν τις σκηνές τους σε σημείο που ήταν ορατοί από τους Θεσσαλονικείς. Οι πολιορκητικές μηχανές και οι αμέτρητες φωτιές προκαλούσαν τρόμο στους αμυνόμενους αλλά όσο τα τείχη παρέμεναν απόρθητα η ελπίδα διατηρούνταν ζωντανή.
Την τρίτη ημέρα, όμως, όλες οι ελπίδες χάθηκαν (29 Ιουλίου 904). Οι Άραβες κατασκεύασαν πύργους στα πλοία τους και ήταν πλέον σε θέση να χτυπούν τους αμυνόμενους από μεγαλύτερο ύψος. Μόλις τα σκάφη προσέγγισαν τα θαλάσσια τείχη η άμυνα κατέρρευσε. Ακολούθησε δεκαήμερη σφαγή και λεηλασία. Οι Σαρακηνοί συγκέντρωσαν αμύθητα πλούτη και αναχώρησαν με 22.000 αιχμαλώτους (οι περισσότεροι νεαρής ηλικίας), οι οποίοι πουλήθηκαν στα σκλαβοπάζαρα του αραβικού κόσμου, ενώ η Θεσσαλονίκη μετατράπηκε σε σωρό ερειπίων.
Το κατεπανίκιον
Η Θεσσαλονίκη σύντομα επανάκτησε την αίγλη και τον πληθυσμό της. Η καταστροφή του 904 έπεισε τους Βυζαντινούς για την ανάγκη αναδιοργάνωσης της άμυνας της πόλης. Ο έλεγχος και η ανεμπόδιστη χρήση του Κελλαρίου από τους Άραβες είχε αποδειχτεί καταστροφική. Αν και δεν υπάρχουν σαφείς αποδείξεις, είναι πολύ πιθανό μία μοίρα του βυζαντινού στόλου να εγκαταστάθηκε σε μόνιμη βάση στις δυτικές ακτές της Χαλκιδικής και στην περιοχή της Σκάλας-Μεριάς, όπως ονομαζόταν την περίοδο εκείνη η Καλαμαριά. Οι λιμενικές εγκαταστάσεις που δημιουργήθηκαν για την εξυπηρέτηση των αναγκών του στόλου παρέμειναν σε χρήση για περίπου εξήντα χρόνια, μέχρι την ανακατάληψη της Κρήτης και την εκδίωξη των Αράβων από τον χώρο του Αιγαίου Πελάγους. Σταδιακά, οι Βυζαντινοί αυτοκράτορες άρχισαν να αμελούν το πολεμικό ναυτικό και να στρέφονται προς ξένους μισθοφορικούς στόλους, με αποτέλεσμα να περιέλθει σε παρακμή το βυζαντινό λιμάνι της Σκάλας-Μεριάς. Αν και η ακριβής τοποθεσία του λιμανιού δεν είναι επιστημονικά εξακριβωμένη, υπάρχουν ισχυρές ενδείξεις πως βρισκόταν σε κάποια απόσταση από το ακρωτήριο Μεγάλο Καραμπουρνού (ίσως στην περιοχή της Νέας Καλλικράτειας).
Η εγκατάλειψη του λιμανιού δεν σήμανε, ωστόσο, τον αφανισμό της Καλαμαριάς ως ονομασίας και τοποθεσίας. Για τους Βυζαντινούς, η Καλαμαριά εκτεινόταν νοτιοανατολικά της πόλης της Θεσσαλονίκης, από τις υπώρειες του όρους Χορτιάτη μέχρι τον λαιμό της χερσονήσου της Κασσάνδρας και από τις δυτικές ακτές της Χαλκιδικής στον Θερμαϊκό μέχρι τα ανατολικά του χωριού του Αγίου Μάμαντος κοντά στην αρχαία Όλυνθο. Από το 1300, η περιοχή αποτελούσε κατεπανίκιον, μία μικρή διοικητική υποδιαίρεση του Θέματος Θεσσαλονίκης. Τα έγγραφα των μονών του Άθω αναφέρονται στο «κατεπανίκιον της Καλαμαριάς» μέχρι την άλωση της Θεσσαλονίκης από τους Οθωμανούς το 1430, οπότε σταδιακά η ονομασία Καλαμαριά περιορίζεται στη μικρότερη περιοχή στα νοτιοανατολικά της πόλης.
