Οι αρχαίοι χρόνοι
Μία μοναδική μαρτυρία για την αρχαία ιστορία της περιοχής της Καλαμαριάς βρίσκεται σε χαμηλό λόφο εντός του χώρου του πρώην στρατοπέδου Κόδρα, το οποίο εκτείνεται στη χερσόνησο που απολήγει στο ακρωτήριο Μικρό Έμβολο (ή Καραμπουρνάκι ή Μικρό Καραμπουρνού). Στην τοποθεσία αυτή ανακαλύφθηκε ένας οικισμός, ο οποίος ταυτίστηκε με το κεντρικό πόλισμα της αρχαίας Θέρμης. Η πόλη συγκαταλέγεται στα σημαντικότερα αστικά κέντρα της ευρύτερης περιοχής κατά την αρχαιότητα και από αυτήν προήλθε, σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, η επωνυμία του Θερμαϊκού κόλπου.
Η Θέρμη ήταν αναπτυγμένη κατὰ κώμας, απαρτιζόταν δηλαδή από σύμπλεγμα μικρών πόλεων (πολίσματα) που είχαν αναπτυχθεί σε σχετικά κοντινή απόσταση από το κέντρο, το οποίο βρισκόταν στον χαμηλό λόφο του στρατοπέδου Κόδρα. Πρόκειται για μια μορφή πολιτικής και κοινωνικής οργάνωσης που εμφανίζεται σε πολλές περιοχές του ελλαδικού χώρου (Αιτωλία, Αττική, Κρήτη κ.α.) στα χρόνια πριν από τη συγκρότηση του κλασικού άστεως. Σύμφωνα με τα ευρήματα της αρχαιολογικής σκαπάνης, το κεντρικό πόλισμα της Θέρμης ήταν αρχικά παραθαλάσσιο, αλλά οι προσχώσεις που σημειώθηκαν στην πορεία των αιώνων απέκοψαν την πόλη από το φυσικό της λιμάνι. Παρόλα αυτά, ακόμα και σήμερα, διακρίνονται τα υπολείμματα των λιμενικών εγκαταστάσεων μέσα στη θάλασσα, στη γειτονική μαρίνα και κάτω από το Κυβερνείο.
Οι πρώτες αρχαιολογικές έρευνες εντός του στρατοπέδου διεξήχθησαν το 1917-1918 από μέλη της Γαλλικής Αρχαιολογικής Υπηρεσίας του Στρατού της Ανατολής και έφεραν στο φως τάφους του 6ου και του 5ου αιώνα π. Χ. Τον Ιούλιο του 1930 έγινε η πρώτη συστηματική (αλλά δυστυχώς ολιγοήμερη) ανασκαφή από το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης υπό τη διεύθυνση του καθηγητή κλασικής αρχαιολογίας Κωνσταντίνου Ρωμανού. Τη δεκαετία του 1950 πραγματοποιήθηκαν ανασκαφές μικρής έκτασης με αφορμή τη διάνοιξη του παραλιακού δρόμου Θεσσαλονίκης-Νέας Κρήνης (οδός Πλαστήρα).
Η αρχαιολογική έρευνα στον χώρο, που συνεχίστηκε με επικεφαλής τον καθηγητή της κλασικής αρχαιολογίας στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Μιχάλη Τιβέριου, έφερε στο φως σπουδαία ευρήματα και πολυάριθμα αγγεία. Το σύνολο, μάλιστα, θεωρείται ως το πλουσιότερο σε ολόκληρη σχεδόν τη Μακεδονία. Από τα ευρήματα είναι προφανές πως οι κάτοικοι της αρχαίας Θέρμης ήταν δεινοί έμποροι που είχαν απλώσει τα εμπορικά τους δίκτυα σε μία ευρύτατη έκταση του αρχαίου κόσμου (Εύβοια, μικρασιατικά παράλια, Αττική και Κόρινθος).
Ιδιαίτερα σημαντική ήταν η ανακάλυψη του εργαστηρίου σιδηρουργίας, όπου κατά πάσα πιθανότητα γινόταν κατεργασία και άλλων μετάλλων (συμπεριλαμβανομένου του χρυσού) πριν από 2800 χρόνια. Στους λάκκους που εντοπίστηκαν και συνδέονται με το εργαστήριο βρέθηκαν δύο ημικυκλικές κόγχες που χρησίμευαν για τον εφοδιασμό του λάκκου χύτευσης με καύσιμη ύλη και μετάλλευμα. Οι κόγχες μάλλον διευκόλυναν τους τεχνίτες να τοποθετήσουν τα φυσερά που χρησιμοποιούσαν για να ενισχύουν τη φωτιά μέσα στον λάκκο.
Η σημασία της συγκεκριμένης εγκατάστασης είναι μεγάλη. Πρόκειται για το πρώτο εργαστήριο μεταλλοτεχνίας που εντοπίστηκε στην περιοχή. Η παρουσία του μας οδηγεί στο συμπέρασμα πως, κατά τον έβδομο αιώνα (ή και ακόμα νωρίτερα κατά τον 8ο αιώνα π. Χ.), οι κάτοικοι της Θέρμης ήταν σε θέση να καλύψουν μόνοι τους ένα μέρος των τοπικών αναγκών σε σίδηρο.
Η ευημερία των κατοίκων επιβεβαιώνεται με τα πολυάριθμα σιδερένια, χάλκινα και χρυσά αντικείμενα που βρέθηκαν στις ανασκαφές. Ανάμεσα στα κοσμήματα που ήρθαν στο φως περιλαμβάνεται χρυσό σκουλαρίκι με διπλό κρίκο και τρία στελέχη. Είναι πανομοιότυπο με έργα τέχνης που αναφέρονται στα ομηρικά έπη. Ξεχωρίζουν, επίσης, τα περίφημα «τρίγληνα μορόεντα», δηλαδή σκουλαρίκια με τρεις προεξοχές στο σχήμα του μούρου.
