Οθωμανική περίοδος
Η Θεσσαλονίκη έπεσε στα χέρια των Οθωμανών τον Μάρτιο του 1430. Σύμφωνα με την προφορική παράδοση, που επιβιώνει μέχρι τις μέρες μας, οι Οθωμανοί μπήκαν στην πόλη από την Πύλη της Καλαμαριάς στην ανατολική πλευρά του τείχους (στο τέλος της σημερινής Εγνατίας οδού). Η είσοδος των Τούρκων δεν έγινε αμέσως αντιληπτή από μία ομάδα Βυζαντινών στρατιωτών που εξακολουθούσαν να πολεμούν με απεγνωσμένη γενναιότητα σε άλλο σημείο του κάστρου. Ο σουλτάνος Μουράτ ο Β’ εντυπωσιάστηκε από τη στάση αυτών των «καστροφυλάκων» και τους έστειλε προσωπικό μήνυμα να παραδοθούν, καθώς η μάχη δεν είχε πλέον κανένα νόημα. Οι καστροφύλακες έθεσαν συγκεκριμένους όρους προκειμένου να καταθέσουν τα όπλα: να διατηρήσουν το λειτούργημα των καστροφυλάκων και την κυριότητα της γης που κατείχαν έξω από τα τείχη ώστε να μπορούν να συντηρούν τις οικογένειές τους. Ο σουλτάνος, που είχε εκτιμήσει δεόντως την ανδρεία τους και την προσήλωση στην υπεράσπιση της πόλης έκανε δεκτά τα αιτήματα.
Οι παλιοί καστροφύλακες της Θεσσαλονίκης σχημάτισαν τον πυρήνα του χωριού που δημιουργήθηκε στα νοτιοανατολικά της πόλης. Σταδιακά, οι κάτοικοι έμειναν γνωστοί ως «καπουτζίδες» από την τούρκικη λέξη για τον «θυρωρό / φύλακα των πυλών». Η βασική ενασχόληση των κατοίκων ήταν η αμπελουργία και τα αποτελέσματα ήταν θαυμάσια, καθώς το περίφημο μαύρο καμπουτζηδιανό κρασί είχε γίνει περιζήτητο. Οι Καπουτζηδιανοί είχαν στην κατοχή τους το μεγαλύτερο τμήμα της γης, αν και ένα τμήμα της περιοχής πέρασε κάποια στιγμή στα χέρια του γαιοκτήμονα και επιχειρηματία Αχμέτ Χαμντί Μπέη. Ο Χαμντί Μπέης ήταν Ντονμές (εξισλαμισμένος Εβραίος) και κατείχε μεγάλες εκτάσεις γης στη Μακεδονία, ενώ διετέλεσε και δήμαρχος Θεσσαλονίκης για δεκαπέντε χρόνια (1893-1908).
Το 1880 επισκέφτηκε την Καλαμαριά ο Γ. Κ. Μωραΐτόπουλος, ο οποίος άφησε μια πολύτιμη περιγραφή της περιοχής: «Όταν εξερχώμεθα της πύλης Καλαμαριάς προς το ανατολικόν μέρος της πόλεως Θεσσαλονίκης, παρατηρούμε ότι το μέρος μεν αυτού είναι πεδινόν, μέρος λοφώδες και πέραν φαίνεται ο δασώδης Χορτιάτης. Το πεδινόν μέρος είναι κατάφυτον, πανταχού υπάρχουσι κήποι, ολίγοι αγροί και πολλοί αμπελώνες, οίτινες καλύπτουσι μεγάλην έκτασιν γης μέχρι της άκρας του μικρού Καρά-μπουρνού. Προς τούτοις βλέπομεν και πολλά οικήματα διεσκορπησμένα τήδε κακείσε μεταξύ των δένδρων, ιδίως όμως είναι ταύτα συσσωρευμένα πυκνότερον εις δύο μέρη, τα οποία θεωρούνται ως προάστια της πόλεως».
Το οχυρό του Μικρού Εμβόλου
Η άμυνα της Θεσσαλονίκης στα τέλη του 19ου αιώνα βασιζόταν σε ένα περίπλοκο και εκτεταμένο δίκτυο από φρούρια εντός και εκτός του αστικού ιστού, καθώς και επάκτιες οχυρώσεις στο Μεγάλο και στο Μικρό Καραμπουρνού (Μεγάλο και Μικρό Έμβολο). Ο ταγματάρχης Μηχανικού Νικόλαος Σχινάς είχε την ευκαιρία να μελετήσει τα συγκεκριμένα οχυρά και μας άφησε πολύτιμη μαρτυρία για τη μορφή και λειτουργία τους στο βιβλίο Οδοιπορικαί σημειώσεις Μακεδονίας, Ηπείρου, Νέας Οροθετικής Γραμμής και Θεσσαλίας, το οποίο εκδόθηκε το 1886. Σύμφωνα με τον Σχινά, «…κατασκευάσθηκαν επάκτια οχυρώματα επί των άκρων του Μεγάλου και του Μικρού Καραμπουρνού κειμένων εις απόστασιν του μεν Μεγάλου 9 μιλίων, του δε Μικρού 6 μιλίων από του λιμένος της Θεσσαλονίκης, δεσπόζοντα δε εις εισόδου του λιμένος αλλ’ εισέτι δεν ετοποθέτησαν επ’ αυτών τα αναμενόμενα εκ Κωνσταντινουπόλεως μεγάλα τηλεβόλα». Για το έμψυχο δυναμικό των οχυρωμάτων αναφέρει την παρουσία τάγματος μηχανικού «….επί του Μεγάλου και Μικρού Καραμπουρνού…ουχί πλήρες».
Τα επάκτια οχυρά του Μικρού και Μεγάλου Εμβόλου κατασκευάστηκαν σε μία εποχή κατά την οποία ο ελληνικός στρατός και στόλος αναμορφώνονταν με πρωτοβουλία του μεταρρυθμιστή πρωθυπουργού Χαρίλαου Τρικούπη. Την ίδια περίοδο η Θεσσαλονίκη απέκτησε σύγχρονους στρατώνες και αναδείχτηκε στο μεγαλύτερο επιτελικό κέντρο της νότιας βαλκανικής χερσονήσου. Καθοριστική υπήρξε η συμβολή της Γερμανίας, που επιδείκνυε παραδοσιακά μεγάλο ενδιαφέρον για την ακεραιότητα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και είχε επενδύσει μεγάλα διπλωματικά και στρατιωτικά κεφάλαια για να αποτρέψει τη διάσπασή της. Η πατρότητα των σχεδίων των παράκτιων οχυρών Μικρού και Μεγάλου Καραμπουρνού αποδίδεται σε Γερμανούς τεχνικούς.
Οι οχυρωματικές εγκαταστάσεις στο Μεγάλο Έμβολο έχουν διατηρηθεί μέχρι σήμερα, ενώ το οχυρό στο Μικρό Έμβολο (Καραμπουρνάκι) καταστράφηκε το 1955 κατά τις εργασίες ανέγερσης στην ίδια θέση της βασιλικής κατοικίας (Μικρό Παλατάκι). Είναι, μάλιστα, χαρακτηριστικό πως η κατεδάφιση του οχυρού και η ανέγερση της οικίας έγιναν χωρίς να ερευνηθεί η περιοχή για τυχόν ύπαρξη αρχαιολογικών καταλοίπων.
