Το στρατόπεδο Κόδρα
Οθωμανικά χρόνια
Η ιστορία της περιοχής που καταλαμβάνει σήμερα το στρατόπεδο Κόδρα είναι στενά συνυφασμένη με τη στρατιωτική ζωή. Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας είχε εγκατασταθεί εδώ ο μεγαλύτερος στρατώνας της βαλκανικής χερσονήσου, που αποτελούσε βάση του οθωμανικού ιππικού. Μετά την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης από τον ελληνικό στρατό στα τέλη Οκτωβρίου 1912, η έκταση απέκτησε νέα σημασία. Σύμφωνα με το πρωτόκολλο παράδοσης της πόλης, το οποίο υπογράφτηκε από τον διάδοχο Κωνσταντίνο ως αρχιστράτηγο του ελληνικού στρατού και τον Χασάν Ταχσίν Πασά (αρχιστράτηγο των τουρκικών δυνάμεων), οι Οθωμανοί έπρεπε να καταθέσουν τα όπλα τους και να στρατωνιστούν σε συγκεκριμένες τοποθεσίες. Μία ομάδα αιχμαλώτων θα μεταφερόταν στο Καραμπουρνού και οι υπόλοιποι στον στρατώνα πυροβολικού «Τοπτσή».
Οι αιχμάλωτοι Οθωμανοί στρατιώτες αριθμούσαν περί τις 25000. Ένας σημαντικός αριθμός εγκαταστάθηκε κάτω από αυστηρή περιφρούρηση στο πρώην οθωμανικό στρατόπεδο στο Καραμπουρνού και στην ευρύτερη περιοχή, ενώ οι υπόλοιποι στεγάστηκαν στους στρατώνες απέναντι από το Διοικητήριο και στους χώρους γύρω από τη βίλα Αλλατίνη. Όλη αυτή η έκταση (δώδεκα χιλιάδες στρέμματα από το Καραμπουρνάκι ως τους Μύλους Αλλατίνη) είχε περιέλθει από το 1908 στην ιδιοκτησία του Αθανασίου Σερέφα, ο οποίος είχε υπηρετήσει ως πρόξενος του Ελληνικού Βασιλείου στη Θεσσαλονίκη ως το 1912 (και εξελέγη δήμαρχος της πόλης μετά την απελευθέρωση).
Ο μεγάλος αριθμός αιχμαλώτων και τα προβλήματα επισιτισμού που είχαν οξυνθεί λόγω της μετακίνησης στη Θεσσαλονίκη πολλών μουσουλμάνων προσφύγων δημιούργησαν εντάσεις και ανησυχία στον άμαχο πληθυσμό και στις ελληνικές αρχές που προσπαθούσαν να οργανώσουν μία νέα διοικητική δομή στις πρόσφατα απελευθερωθείσες περιοχές. Πολλοί Τούρκοι στρατιώτες περιφέρονταν πειναλέοι, ρακένδυτοι και ένοπλοι στους δρόμους. Η κατάσταση δεν μπορούσε να γίνει ανεκτή διότι δημιουργούσε δυσάρεστες καταστάσεις που θα μπορούσαν να εκθέσουν την ελληνική διοίκηση (δεδομένου, μάλιστα, πως οι Βούλγαροι, που εποφθαλμιούσαν τη Θεσσαλονίκη δεν έχαναν ευκαιρία να υποθάλψουν αναταραχές). Για την αντιμετώπιση του προβλήματος αποφασίστηκε η συγκέντρωση των Τούρκων αιχμαλώτων και η μεταφορά τους στην «παλιά» Ελλάδα παρά τις διαμαρτυρίες του Τούρκου αρχιστράτηγου Χασάν Ταξίν Πασά. Η απόφαση υλοποιήθηκε σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα. Στις 31 Οκτωβρίου 1912 οι αιχμάλωτοι άρχισαν να μεταφέρονται και να διαμοιράζονται σε στρατόπεδα κράτησης που είχαν δημιουργηθεί σε μικρά και μεγάλα αστικά κέντρα της νοτίου Ελλάδας.
Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος
Κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου η Καλαμαριά μεταμορφώθηκε σε ένα από τα μεγαλύτερα στρατόπεδα των συμμάχων της Αντάντ. Από τις αρχές του 1916 έως το τέλος του πολέμου (1918) η περιοχή φιλοξένησε χιλιάδες Γάλλους και Άγγλους στρατιώτες που αποβιβάστηκαν στη Μακεδονία για να συνδράμουν τη Σερβία, η οποία πιεζόταν ασφυκτικά από την τριπλή επίθεση της Γερμανίας, της Αυστροουγγαρίας και της Βουλγαρίας. Οι στρατιωτικές εγκαταστάσεις της Καλαμαριάς αποτελούνταν συνολικά από 150 μεγάλα παραπήγματα που απλώνονταν σε μια μεγάλη έκταση για να καλύψουν τις πολεμικές ανάγκες των Συμμάχων στη μακροχρόνια αιματηρή σύγκρουση που συγκλόνιζε την Ευρώπη.
Για την εξυπηρέτηση των τακτικών αναγκών του στρατοπέδου, οι Αγγλογάλλοι κατασκεύασαν σιδηροδρομική γραμμή που συνέδεε την Καλαμαριά με τη Θεσσαλονίκη. Η γραμμή ξεκινούσε από τη σημερινή περιοχή Transito του λιμένα της Θεσσαλονίκης, διέσχιζε τη Λεωφόρο Νίκης και κατέληγε πίσω από τις σημερινές εγκαταστάσεις της Σχολής Πολέμου στη Γεωργική Σχολή. Μετά τη λήξη του πολέμου (και μέχρι το 1923) τη γραμμή αυτή την εκμεταλλεύονταν οι Ελληνικοί Σιδηρόδρομοι.
Τα τρένα έπαιζαν καθοριστικό ρόλο στη μεταφορά εφοδίων, στρατιωτών και τραυματιών. Το καλό κλίμα της περιοχής οδήγησε στην ίδρυση πολλών στρατιωτικών νοσοκομείων στο στρατόπεδο της Καλαμαριάς. Τα παραπήγματα ήταν συχνά γεμάτα με τραυματίες πολέμου αλλά και στρατιώτες που υπέφεραν από ελονοσία, μία ασθένεια που αποτελούσε πραγματική μάστιγα την εποχή εκείνη.
Εκτός από τα νοσοκομεία, στο στρατόπεδο λειτουργούσε και αεροπορική βάση, η οποία καταλάμβανε τη σημερινή οδό Θεμιστοκλή Σοφούλη. Η βάση διέθετε διάδρομο προσγείωσης και απογείωσης, καθώς και συνεργείο επισκευής των αεροπλάνων. Το προσωπικό στεγαζόταν σε παραπήγματα που είχαν ανεγερθεί σε σχετικά μικρή απόσταση, επί της σημερινής διασταύρωσης των οδών Θεμιστοκλή Σοφούλη και Λογοθέτη (στη θέση των πασίγνωστων «Κονιορδέικων», τριών όμοιων σπιτιών που κατασκευάστηκαν το 1922-1923 για λογαριασμό των αδελφών Κονιόρδου).
Μία ακόμα σειρά από παραπήγματα για την εξυπηρέτηση των αναγκών της αεροπορικής βάσης στεκόταν κατά μήκος της σημερινής οδού Καθηγητού Ρωσσίδου (από τη Νομαρχία ως τη θάλασσα). Στο τέλος της οδού προς τη θάλασσα υπήρχε ένα εμβληματικό κτήριο, η βίλα Ραχμή Μπέη, που επιτάχθηκε από τους Άγγλους για τη διαμονή των αεροπόρων και έμεινε γνωστή ως «η βίλα των αεροπόρων». Δυστυχώς, η βίλα κατεδαφίστηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1970. Σήμερα ο χώρος φιλοξενεί το Κτίριο 2 της Express Service.
Στο Μικρό Καραμπουρνού λειτουργούσε και αεροσταθμός για αερόστατα, ενώ άλλο ένα αεροδρόμιο κατασκευάσθηκε κοντά στην παραλία του σημερινού Φοίνικα, που αποκαλούνταν Μίκρα. Οι Αγγλογάλλοι είχαν επίσης κατασκευάσει αποθήκες εφοδιασμού πυρομαχικών (καλυκοποιείο στο σημερινό στρατόπεδο Νταλίπη), λοιμοκαθαρτήριο, χώρους προσωπικού, μονάδες εκγύμνασης ίππων (το κτήριο βρίσκεται στο στρατόπεδο Κόδρα και έχει ανακηρυχθεί διατηρητέο) και νοσοκομείο κτηνών. Η βάση εκπαίδευσης αεροπόρων στη Νέα Κρήνη παρέμεινε σε λειτουργία έως το 1933 και σήμερα έχει αντικατασταθεί από το γήπεδο του αθλητικού συλλόγου Ηρακλής.
